τειχομάχος

τειχομάχος
ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ [τειχομαχῶ]
1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη
2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.
β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τειχομάχοις — τειχόμαχος defending a wall masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχομάχους — τειχόμαχος defending a wall masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχομάχων — τειχόμαχος defending a wall masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • τειχομάχης — και δωρ. τ. ας, ὁ, Α [τειχομαχῶ] τειχομάχος …   Dictionary of Greek

  • τειχομαχείον — τὸ, Μ [τειχομάχος] είδος πολιορκητικής μηχανής …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՍՊԱՄԱՐՏ — ( ) NBH 2 0641 Chronological Sequence: 10c, 11c ա. τειχομάχος, χης muri oppugnator. Մարտնչող ընդ պարսպի եւ առող. *Պարսպամարտն պոլիդեկէս. Պտմ. աղեքս.: *Պարսպամարտն անուանել հաւանելաւ (զաքիլլէս). Մագ. ՟Ծ: Տ. եւ Պաշարիչ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”