- τειχομάχος
- ο / τειχομάχος, -ον, ΝΜΑ [τειχομαχῶ]1. (για πρόσ.) αυτός που μάχεται πάνω στο τείχος, που υπερασπίζει ή προσβάλλει τα τείχη2. (για όργανα, μηχανές) αυτός που καταστρέφει τα τείχη (α. «τειχομάχος σίδηρος», Αππ.β. «τειχομάχοι μηχαναί», Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.